μαΐστρος

μαΐστρος
ο
(λ. βενετ.), βορειοδυτικός άνεμος, ο αργέστης.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαΐστρος — ο (Μ μαΐστρος και μαγίστρος) ήπιος βορειοδυτικός άνεμος, που πνέει κυρίως κατά τη θερινή περίοδο, αλλ. σκίρωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. maistro] …   Dictionary of Greek

  • El Greco — This article is about the artist of the Spanish Renaissance. For other uses, see El Greco (disambiguation). El Greco Portrait of An Old Man (presumed self portrait of El Greco), circa 1595–1600, oil on canvas, 52.7 × 46.7 cm, Metropolitan… …   Wikipedia

  • El Greco — «Greco» redirige aquí. Para otras acepciones, véase griego. El Greco …   Wikipedia Español

  • Σκίρων — ωνος, ο, ΝΜΑ, και Σκίρρων και Σκείρων Α 1. μυθ. ληστής που διέμενε στις Σκιρωνίδες πέτρες, ο οποίος, αφού λήστευε τους διαβάτες, τούς ανάγκαζε να τού πλύνουν τα πόδια και με αιφνίδιο λάκτισμα τούς έριχνε στη θάλασσα, όπου μια τεράστια χελώνα… …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • μαϊστροπουνέντες — ο κοινή ονομασία τού ανέμου σκιρωνοζεφύρου, που πνέει από δυτικές έως βορειοδυτικές διευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαΐστρος + πουνέντες] …   Dictionary of Greek

  • πονεντομαΐστρος — και μπουνεντομαΐστρος, ο, Ν 1. δυτικός, βορειοδυτικός άνεμος, αλλ. σκιρωνοζέφυρος 2. η διεύθυνση από την οποία πνέει ο πονεντομαΐστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονέντες + μαΐστρος «βορειοδυτικός άνεμος»] …   Dictionary of Greek

  • άνεμοι — Οι οριζόντιες μετατοπίσεις των μαζών του αέρα. H διαφορετική θέρμανση του αέρα πάνω από τα διάφορα τμήματα της επιφάνειας της Γης καθιστά τις μάζες του πυκνότερες ή αραιότερες, γεγονός που εκδηλώνεται με ποικίλη κατανομή της πίεσης. Όσες περιοχές …   Dictionary of Greek

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”